- υπερπρολακτιναιμία
- η, Ν (ιατρ.-φυσιολ.) υπερβολική έκκριση προλακτίνης, μιας ορμόνης τής αδενοϋπόφυσης, η οποία προκαλεί, μεταξύ άλλων, τη γαλουχία, φαινόμενο που εκδηλώνεται με τον συνδυασμό αμηνόρροιας και γαλακτόρροιας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hyperprolactinemie < hyper- (< υπερ-*) + -prolactin- (πρβλ. προλακτίνη) + κατάλ. -emie (< αίμα)].
Dictionary of Greek. 2013.